- χαριτολογώ
- χαριτολογώ και χαριτολογάω χαριτολόγησα, μιλώ με χάρη, λέω ευφυολογίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαριτολογώ — χαριτολογώ, χαριτολόγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαριτολογώ — έω, Ν 1. μιλώ με χάρη 2. λέω έξυπνα αστεία, ευφυολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + λογώ*. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
ευφυολογώ — έω [ευφυολόγος] λέω ευφυολογίες, αστειεύομαι με πνεύμα, χαριτολογώ … Dictionary of Greek
μετριάζω — (I) (ΑΜ μετριάζω, Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω) 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι μέτριο, κρατώ κάτι μέσα στα όρια τού μέτρου, μειώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση, περιστέλλω, περιορίζω (α. «μετριάζω την ταχύτητα» β. «οὐκ ἂν ποτ ᾠήθησαν ὅρκοις … Dictionary of Greek
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek
χαριτολογία — η, Ν 1. η ενέργεια τού χαριτολογώ 2. χαρίτολόγημα, ευφυολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Αρ. Βαλαωρίτη] … Dictionary of Greek